παραφωνώ

παραφωνώ
παραφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [παράφωνος]
νεοελλ.
τραγουδώ, ψάλλω ή μιλώ παράφωνα, με παραφωνία, φάλτσα
αρχ.
1. αναφωνώ κάτι διακόπτοντας κάποιον που μιλάει
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) παρατρύζω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραφωνώ — παραφώνησα, κάνω παραφωνία, δεν ταιριάζω φωνητικά, τραγουδώ ή ψέλνω παράφωνα, κάνω φάλτσο, φαλτσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξηχώ — ἐξηχῶ, έω (AM) [εξηχώ] αντηχώ («ἦχοι ἐξήχησαν ἐν τῆ κοιλάδι τῆς δίκης», ΠΔ) αρχ. βγάζω άναρθρες κραυγές, παραφωνώ …   Dictionary of Greek

  • θρυλίζω — (Α) [θρύλος] κάνω παραφωνία, παραφωνώ …   Dictionary of Greek

  • παρατρύζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά 2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ ἄν τοῑς οἰκείοις νεοττοῑς γοερὰ ἐπιφωνοῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φαλτσάρω — φαλτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. αμτβ., κάνω παρατονία, παραφωνώ, κάνω φάλτσο: Είναι παράφωνος, φαλτσάρει. 2. μτφ., σφάλλω, κάνω λάθος, πέφτω έξω: Οι δικτάτορες πάντοτε φαλτσάρουν. 3. (για μπάλα), έχω φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσάρει πολύ η μπάλα θα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”